Σάββατο 9 Οκτωβρίου 2010

Sylvie Guillem

Ο χορός της Σιλβί

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ ΓΙΩΡΓΟ ΝΑΣΤΟ | Σάββατο 2 Οκτωβρίου 2010 [ 08:44 ]


Τον Δεκέμβριο του 1984, σχεδόν πριν από 26 χρόνια, η Σιλβί Γκιλέμ έζησε ίσως την πιο καθοριστική στιγμή της καριέρας της. Εκείνο το βράδυ, μετά την ερμηνεία της στη «Λίμνη των κύκνων» με τοΜπαλέτο της Οπερας των Παρισίων, ο μέγας Ρούντολφ Νουρέγεφ ανακοίνωσε στο ενθουσιασμένο από τη σαγηνευτικήπαρουσία της κοινό ότι η 19χρονη μπαλαρίνα είχε μόλις λάβει τοντιμητικό τίτλο της «etoile», που σημαίνει αστέρι και βασική πρωταγωνίστρια του χορευτικού οργανισμού. Ηταν η νεαρότερη σε ηλικία που το κατάφερνε, οποία τιμή για την Παριζιάνα που μεγάλωσε με μητέρα προπονήτρια ενόργανης γυμναστικής και πατέρα μηχανικό αυτοκινήτων.Η δεσποινίς Γκιλέμ όμως δεν καταλάβαινε από τέτοια.

Πέντε χρόνια αργότερα, όταν συνειδητοποίησε ότι δεν την ενδιέφερε να είναι μέλος αποκλειστικά μίας ομάδας, άφησε την Πόλη του Φωτός και μετακόμισε στο βροχερό Λονδίνο για να συνεργάζεται με το Βασιλικό Μπαλέτο της Βρετανίας. Εκεί αρνιόταν τόσο συχνά τις προτάσεις που δεν την ενδιέφεραν, ώστε τη βάφτισαν «Mademoiselle Non», ελληνιστί «Δεσποινίς Οχι». Μια εντυπωσιακή ψηλόλιγνη γυναίκα που δεν φοβόταν να αποχωρήσει από όπου δεν της έδιναν την καλλιτεχνική ελευθερία που είχε ανάγκη.

Οταν τα χρόνια άρχισαν να περνούν, παράτησε το απαιτητικό σωματικά κλασικό μπαλέτο και άρχισε να συνεργάζεται με νεαρούς, ταλαντούχους χορογράφους σε πιο μοντέρνα είδη χορού, ακόμη και χοροθεάτρου. Εξαιρετικά προικισμένη, διέπρεψε σε όλα και θεωρείται πλέον μια σουπερστάρ του χορού, χωρίς να έχει προκαλέσει στο ελάχιστο τα αδιάκριτα, «κίτρινα» βλέμματα με προσωπικά καπρίτσια και θυελλώδεις έρωτες εν αντιθέση με τη βρετανίδα Ντάρσι Μπάσελ, την για χρόνια βασική της αντίζηλο. Σήμερα, στα 45 της, με ηθικόν – και σώμα – ακμαιότατον, έρχεται, με συνοδεία τα θρυλικά της γκραν ζετέ, τα sixo’ clock και τις υπέροχες, καθαρές γραμμές των κινήσεών της, να αποδείξει την αξία της ως καλλιτέχνιδα για ακόμη μία φορά ενώπιον ελλήνων θεατών, με τις παραστάσεις του φημισμένου βρετανού Ράσελ Μάλιφαντ στα βραβευμένα κομμάτια «Push», «Solo», «Shift» και «Two» που πρωτοπαρουσιάστηκαν στον λονδρέζικο ναό του χορού Sadler’sWells το 2005 και περιοδεύουν έκτοτε σε γεμάτες αίθουσες σε όλον τον κόσμο.

Κυρία Γκιλέμ, πότε καταλάβατε ότι ήταν γραφτό σας να γίνετε χορεύτρια;
«Ξέρετε, δεν υπήρχε μια συγκεκριμένη στιγμή. Συνειδητοποίησα όμως ότι ο χορός μού ασκούσε έλξη και ότι είχα μια περιέργεια για αυτόν όταν ήμουν περίπου έντεκα χρονών. Ως τότε προπονούμουν στην ενόργανη γυμναστική, οπότε ο χορός φάνταζε στα μάτια μου ως κάτι πολύ θηλυκό και κομψό. Η διευθύντρια της παρισινής ακαδημίας με είδε σε κάποιες επιδείξεις, διέκρινε προφανώς κάποιες ικανότητες σε εμένα και μου πρότεινε να συμμετέχω σε μια παράσταση χορού. Με το που πάτησα το πόδι μου στη σκηνή κατάλαβα όχι απαραίτητα ότι θα γινόμουν χορεύτρια, αλλά ότι ήθελα να το προσπαθήσω. Ετσι, λοιπόν, γράφτηκα στη σχολή του Μπαλέτου της Οπερας των Παρισίων».

Θεωρηθήκατε, πάντως, από μικρή πολύ ταλαντούχα. Γνωρίζατε εσείς η ίδια ότι ήσασταν ξεχωριστή ή το καταλαβαίνατε από τις αντιδράσεις των άλλων απέναντί σας;
«Νομίζω ότι αυτό πάντα το καταλαβαίνουμε από τους άλλους. Από τον θαυμασμό ή τη ζήλια τους. Οταν οι άνθρωποι με τους οποίους ζεις και συνεργάζεσαι καθημερινά έχουν ακραίες αντιδράσεις απέναντί σου, σε λατρεύουν ή σε μισούν δηλαδή, υπάρχει ένα θέμα. Είχα εμπειρία από αυτό προτού αρχίσω να σπουδάζω χορό. Οταν ήμουν ακόμη στην ομάδα γυμναστικής, ήμουν η μικρότερη εκεί και δεν ήμουν καθόλου κακή. Προπονήτριά μας, όμως, ήταν η μητέρα μου και, επειδή έπρεπε να κρατάει ισορροπίες, μου φερόταν συνήθως πιο σκληρά σε σχέση με τις άλλες μαθήτριες. Κατάλαβα τότε ότι δεν μπορούσα υπό αυτές τις συνθήκες να είμαι ο εαυτός μου. Το ίδιο συνέβη και στην ακαδημία χορού, μόνο που εκεί αυτό που με επηρέαζε ήταν οι αντιδράσεις των άλλων χορευτριών απέναντί μου».

Από τα δύο αυτά έντονα συναισθήματα που προκαλούσατε στους άλλους, ποιο σας τρόμαζε πιο πολύ, ο θαυμασμός ή η ζήλια;
«
Και τα δύο εξίσου. Με τρομάζουν οι άνθρωποι. Οταν εκτίθεσαι στο βλέμμα των άλλων και κατ’ επέκταση στην κρίση τους, φοβάσαι τη στιγμή εκείνη που θα εκφράσουν τη γνώμη τους για αυτό που έκανες ή για αυτό που είσαι. Κάποτε με επηρέαζε πολύ, με έκανε να νιώθω πολύ άβολα η γνώμη των άλλων. Κάποια στιγμή συνειδητοποιείς ότι σε άλλους αρέσεις και σε άλλους όχι, δεν έγινε και τίποτε. Αυτό που είναι πολύ βασικό είναι να μην μπερδεύεσαι. Πρέπει να συγκρίνεις ό,τι σου λένε όχι με αυτό που εύχεσαι εσύ να ήσουν, αλλά με αυτό που όντως είσαι».

Στην καριέρα σας κάνατε πάντα το δικό σας. Τι σας έδωσε τη δύναμη να παλεύετε για αυτό που πιστεύατε, δεδομένου ότι δεν προέρχεστε από κάποιο προνομιούχο περιβάλλον και έχετε επίσης πολλές φορές περιγράψει τον εαυτό σας ως «ντροπαλό παιδί».
«
Ο φόβος. Ο φόβος ήταν αυτό που μου έδωσε αυτήν τη δύναμη. Ο φόβος ότι δεν θα μπορούσα να κάνω αυτά που ονειρευόμουν, αυτά που ήθελα να προσπαθήσω να κάνω, διότι δεν είχα καμία διάθεση να κάνω συμβιβασμούς. Επειδή ήμουν ντροπαλή, δεν ήξερα πώς να χειριστώ αυτές τις καταστάσεις, δεν ήξερα πώς να μιλήσω σε όσους ήθελαν να με ωθήσουν σε πράγματα που δεν επιθυμούσα να κάνω, ας πούμε, σε άλλες κατευθύνσεις από εκείνες που είχα εγώ στο μυαλό μου, οπότε έδειχνα αγενής. Αλλά αυτό συνέβαινε επειδή δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά. Δεν είχα άλλη επιλογή. Ειδικά στον πειθαρχημένο κόσμο του μπαλέτου, όπου οι μόνες καλοδεχούμενες απαντήσεις είναι “ναι, κύριε” και “ναι, κυρία”, εγώ φαινόμουν επαναστάτρια. Ωστόσο, όσο άβολα και αν ένιωθα όταν ερχόμουν σε σύγκρουση, ουσιαστικά ήταν σαν να μην υπήρχε εναλλακτική συμπεριφορά για εμένα, δεν μπορούσα να πάω κόντρα στη φύση μου, θα μου φαινόταν πολύ βίαιο, τρομερά καταπιεστικό».

Ενας από τους ανθρώπους στους οποίους ορθώσατε το ανάστημά σας ήταν και ο Ρούντολφ Νουρέγεφ, ο οποίος μάλιστα σας είχε αδυναμία.
«Μα δίπλα σε εκείνον έμαθα να κάνω κουράγιο. Και έμαθα επίσης τι σημαίνει να είναι κανείς σπουδαίος. Πόσο καθοριστικά μπορούν να είναι το πάθος και η ακεραιότητα. Προσπάθησα να μάθω όλα όσα μπορεί να σου μάθει κανείς που είναι τόσο ευφυής και αφοσιωμένος στο αντικείμενό του. Νιώθω πολύ τυχερή που έζησα για λίγο την παρουσία του. Κυρίως επειδή σπανίως έχει κανείς την ευκαιρία να γνωρίζει από τόσο κοντά έναν τόσο χαρισματικό άνθρωπο. Ηταν και εκείνος πολύ θαρραλέος».

Η ως τώρα πορεία σας φανερώνει έναν άνθρωπο που έχει πάρει τη ζωή του στα χέρια του. Το γεγονός ότι όλα βασίστηκαν σε δικές σας αποφάσεις το αισθάνεστε σαν βάρος; Για ποια πράγματα έχετε μετανιώσει;
«Ξέρετε, στο ξεκίνημα της ζωής σου είναι εύκολο να παίρνεις σημαντικές αποφάσεις γρήγορα, διότι είσαι πιο αυθόρμητος και δεν έχεις συναίσθηση των συνεπειών. Μεγαλώνοντας και ωριμάζοντας, τα αναλύεις όλα περισσότερο και αργείς να αποφασίσεις. Σε κάθε περίπτωση, όταν αναλαμβάνεις αποκλειστικά ο ίδιος την ευθύνη, είναι εύκολο να διαχειριστείς το αποτέλεσμα της πράξης σου, ακόμη και αν αποδειχθεί λάθος. Ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση, είναι προτιμότερο να κατηγορεί κανείς τον εαυτό του, παρά να έχει αποδεχθεί να καθορίζει κάποιος άλλος τις επιλογές του».

Και έχετε πορευθεί με βάση τις φιλοδοξίες σας;
«Η φιλοδοξία είναι μια λέξη που δεν έχω χρησιμοποιήσει. Την αντικατέστησα με το ενδιαφέρον, με την επιθυμία μου να δοκιμάσω πράγματα και να δοκιμαστώ σε άλλα, με τη λαχτάρα να γνωρίσω ανθρώπους και να συνεργαστώ μαζί τους...».

Σας έχουν κατηγορήσει για απουσία συναισθήματος από τον χορό σας. Σας προβλημάτισε ποτέ αυτό, μπήκατε στον πειρασμό να αλλάξετε τον τρόπο με τον οποίο εκφραζόσασταν;
«Ηξερα για ποιους λόγους το έλεγαν. Υπήρξαν πολλοί που είπαν ότι η τεχνική μου ήταν άψογη, αλλά με θεωρούσαν ψυχρή ως ερμηνεύτρια. Εχω την αίσθηση ότι όσοι ήταν επικριτικοί απέναντί μου χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες: σε αυτούς που έδιναν έμφαση αποκλειστικά στην τεχνική μου και δεν πολυασχολήθηκαν με τα άλλα μέσα έκφρασής μου και σε εκείνους που επειδή δεν αναγνώριζαν στο στυλ μου αυτό που όριζαν παραδοσιακά ως χορό, με απέρριψαν χωρίς δεύτερη σκέψη. Εγώ δεν εκπαιδεύτηκα ως ερμηνεύτρια, αλλά ως χορεύτρια. Στα υπόλοιπα ακολούθησα αποκλειστικά το ένστικτό μου. Δεν με ενδιέφεραν οι κριτικές, διότι ήξερα από την αρχή τους λόγους για τους οποίους χόρευα όπως χόρευα. Κατάλαβα αργότερα ότι μέσα μου ήξερα πως έπαιρνα μια διαφορετική κατεύθυνση από τους υπόλοιπους, αλλά, συγκρίνοντας τον εαυτό μου με τους χορευτές που χόρευαν με τον γνωστό, παραδοσιακό τρόπο, ένιωθα ότι αυτό που έκανα, το οποίο ήταν πιο έξυπνο και πιο εκλεπτυσμένο, μου άρεσε περισσότερο και δεν άφησα τελικά τις αμφιβολίες να με επηρεάσουν».

Τι σκέφτεστε μόνη στο καμαρίνι σας, έπειτα από μια παράσταση, την ώρα που αφαιρείτε το μακιγιάζ από το πρόσωπό σας καθισμένη μπροστά στον καθρέφτη;
«Ξανασκέφτομαι την ερμηνεία που προηγήθηκε. Το μυαλό μου ζωντανεύει ό,τι έκανα επάνω στη σκηνή και προσπαθώ να καταλάβω τι μου άρεσε και τι όχι, διότι την ώρα που χορεύω υπάρχουν τόσα διαφορετικά συναισθήματα μέσα μου, που δεν μπορώ να δω καθαρά πότε είμαι καλή».

Πώς αντιμετωπίζετε τα όρια του σώματός σας τώρα που μεγαλώνετε;
«Κοιτάξτε, έχω αποδεχθεί το γεγονός ότι μεγαλώνω. Επειδή η ηλικία παίζει τόσο σημαντικό ρόλο στη ζωή ενός χορευτή, πέρασα μια δύσκολη περίοδο όταν έκλεισα τα 30. Ημουν δυστυχισμένη και νόμιζα ότι όλα θα τελείωναν για μένα. Πριν από περίπου δέκα χρόνια συμφιλιώθηκα με τον χρόνο που περνάει και αποφάσισα να μη δίνω πλέον τόση σημασία σε αυτό το θέμα, να μην το σκέφτομαι. Η ζωή σού δίνει τη σοφία ώστε να καταλάβεις ότι αυτό που τελικά μετράει είναι να ξυπνάς κάθε ημέρα και να λες: “Τι μπορώ να κάνω σήμερα που να είναι ωραίο και να κάνει εμένα και τους άλλους χαρούμενους;”. Αυτήν τη στάση θέλω να διατηρήσω ως το τέλος της ζωής μου».

Περνάτε μέρος του χρόνου σας στην Ιαπωνία...
«Ναι, αγαπώ την Ιαπωνία».

Τι σας ελκύει στην ιαπωνική κουλτούρα;
«
Το βασικό χαρακτηριστικό τους είναι ότι πατούν συνεχώς με το ένα πόδι στην παράδοσή τους και με το άλλο στο μέλλον. Εχουν ιδιαίτερα καλή σχέση με τον χρόνο και τα γηρατειά. Βρίσκονται σε επαφή με τη φύση, την προσέχουν και έχω την αίσθηση ότι μπορούν να δουλεύουν μαζί, να προοδεύουν συλλογικά. Ισως είναι μια μορφή αλληλεγγύης αυτό το χαρακτηριστικό τους, η οποία βρίσκεται σε ακραία αντίθεση με τον ατομικισμό της δυτικής κοινωνίας. Μου αρέσει επίσης πολύ το φαγητό τους, η τρέλα τους, η σοφία τους».

Δεν είναι, όμως, κατά βάθος μια βίαιη κουλτούρα; Ακόμη και σήμερα, ας πούμε, οι Ιάπωνες στη συντριπτική τους πλειονότητα υποστηρίζουν τη θανατική ποινή.
«Νομίζω ότι αυτό οφείλεται στον διαφορετικό κώδικα τιμής που έχουν, αλλά και στο γεγονός ότι μοιράζονται μία κοινή ταυτότητα, δεν είναι μια κατακερματισμένη κοινωνία. Ακόμη και οι ίδιοι θα προτιμούσαν να πεθάνουν αντί να συμβιβαστούν? αυτό σε εμάς φαίνεται βίαιο. Οπότε δεν είναι παράλογο να έχουν μια κοινή αίσθηση για το τι σημαίνει τιμωρία. Επιτρέψτε μου όμως να θεωρώ ότι και εμείς ζούμε σε κοινωνίες που μας ασκούν απίστευτη βία, ψυχολογική, πολιτική, οικονομική».

Μια και αναφερθήκατε στην οικονομική βία που υφιστάμεθα, την κρίση πώς τη βλέπετε; Πώς θα αντιδρούσατε αν κάποιος σάς έλεγε ότι σε χαλεπούς καιρούς η τέχνη ίσως είναι πολυτέλεια;
«
Το πρόβλημα δεν είναι αν θα βλέπουμε χορό ή θέατρο ενώ υπάρχει κρίση. Το θέμα είναι να καταλάβουμε ποιες συνθήκες οδηγούν μια χώρα και τον λαό της τόσο κοντά στο χείλος του γκρεμού. Βιώνουμε μια κρίση διότι χάσαμε την επαφή με την πραγματικότητα. Αντιμετωπίζουμε τους ανθρώπους και τα χρήματα σαν να παίζουμε βιντεογκέιμ. Είμαστε πιο ευγενικοί με τους γείτονές μας μέσω της οθόνης του υπολογιστή, παρά όταν τους συναντούμε στον δρόμο. Βέβαια, δεν θα μου κάνατε ποτέ αυτήν την ερώτηση αν ήμουν ποδοσφαιριστής. Δεν είναι ο χορός ή η τέχνη πολυτέλεια, είναι ανάγκη. Η τέχνη προάγει τον άνθρωπο, δεν είναι απλώς μια εκτόνωση, ούτε απευθύνεται αποκλειστικά στην ελίτ. Νομίζω ότι θα ήταν καλύτερα αν οι άνθρωποι διέθεταν τα χρήματα που θα έδιναν για να παρακολουθήσουν έναν αγώνα ποδοσφαίρου, προκειμένου να δουν χορό, θέατρο ή μια συναυλία, αλλά, δυστυχώς, δεν τίθεται ποτέ τέτοιο ζήτημα. Και είναι κρίμα, διότι πρόκειται απλώς για μια επιλογή».

Η Σιλβί Γκιλέμ και ο Ράσελ Μάλιφαντ θα παρουσιάσουν τα έργα «Push», «Solo», «Shift» και «Two» στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη) στις 14 και 15 Οκτωβρίου και στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης στις 17 και 18 Οκτωβρίου. Πληροφορίες στο τηλ. 210 7258 510. Χορηγοί επικοινωνίας είναι Το Βήμα και το BHMagazino.

Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino, τεύχος 519, σελ. 30-36, 26/09/2010.



Διαβάστε περισσότερα:
http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=4&artId=357963&dt=01%2F10%2F2010#ixzz11sYM41zn

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Powered By Blogger

Η λίστα ιστολογίων μου